- λεπτήν
- λεπτόςpeeledfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ABACISTA — apud Guil. Malmesburiensem Histor. Angl. lib. 2. cap. 10. de Gerberto Remensi, Abacum certe primus a Saracenis capiens, vegulas dedit, quae a sudantibus Abacistis vix intelliguntur; Et Fridericum II. Imp. de Venat. l. 2. c. 42. Coniungendo… … Hofmann J. Lexicon universale
NUMERARII — qui in Notitia Imperii, p. 13. 53. 119. inter Officiales Iudicum seu Magistratuum recensentur, erant li, Qui publicum nummum aerarie inferebant, h. e. qui pecuniam regiam ex tributis et portoriis et vectigalibus partam in aeraria inferebant, ut… … Hofmann J. Lexicon universale
καταπάσσω — καταπάσσω, αττ. τ. καταπάττω (Α) 1. πασπαλίζω, καταρραντίζω κάτι επιμελώς («ἀψινθίῳ καταπάσσειν μέλι», Μέν.) 2. χύνω ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιο πράγμα 3. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω («κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας λεπτὴν τέφραν», Αριστοφ.).… … Dictionary of Greek
κύαρ — το (Α κύαρ, ατος) μικρή οπή, όπως η οπή τής βελόνας («ῥάβδον λαβὼν κασσιτερίνην λεπτὴν ἐκ τοῡ ἑτέρου κύαρ ἔχουσαν», Ιπποκρ.) 2. το βαθύτερο σημείο τού ακουστικού πόρου νεοελλ. 1. η οπή τής στομίδας τού χαλινού στην οποία προσαρμόζεται η γλωχίδα… … Dictionary of Greek
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
σχάζω — ΝΜΑ, και σχάω ΜΑ ανοίγω σχισμή, κάνω εντομή νεοελλ. 1. (μτβ.) σχίζω στα δύο, διασπώ («τα επιταχυνόμενα σωματίδια σχάζουν τους πυρήνες τών βομβαρδιζόμενων πυρήνων») 2. (αμτθ.) α) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι («τα σύκα άρχισαν να σχάζουν») β) ναυτ.… … Dictionary of Greek